- προμηθεύομαι
- προμηθεύομαι, προμηθεύτηκα (σπάν. προμηθεύθηκα) βλ. πίν. 20
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προμηθεύομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευθέντα — προμηθεύομαι aor part mp neut nom/voc/acc pl προμηθεύομαι aor part mp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευόμενον — προμηθεύομαι pres part mp masc acc sg προμηθεύομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθεύσεται — προμηθεύομαι aor subj mp 3rd sg (epic) προμηθεύομαι fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευθεῖσαν — προμηθεύομαι aor part mp fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευομένοις — προμηθεύομαι pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευομένῳ — προμηθεύομαι pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευσαμένη — προμηθεύομαι aor part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευσαμένης — προμηθεύομαι aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευσαμένου — προμηθεύομαι aor part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)